- τετράτρυφος
- τετρά-τρῠφος, ον, ([etym.] θρύπτω)A broken into four pieces, Hes.Op.442; cf. ὀκτάβλωμος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράτρυφος — ον, Α ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)] … Dictionary of Greek
τετράτρυφον — τετράτρυφος broken into four pieces masc/fem acc sg τετράτρυφος broken into four pieces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρατρύφῳ — τετράτρυφος broken into four pieces masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek